Υπερκαυκασία

Υπερκαυκασία
Γεωγραφικός όρος, που δεν χρησιμοποιείται συχνά σήμερα. Δηλώνει τις περιοχές που βρίσκονται στα Ν του Μεγάλου Καύκασου και περιλαμβάνει τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο, επειδή η ψηλή οροσειρά την προστατεύει από τους βόρειους ανέμους. Η Υ. είναι μια από τις πλουσιότερες περιοχές της Ουκρανίας. Η πρώην Υπερκαυκασιανή Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1922, μετά την ανάπτυξη της οικονομίας των δημοκρατιών που περιλάμβανε και τη συγκρότηση τους σε εθνικά κράτη και διαλύθηκε το 1936.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • υπερκαυκάσιος — α, ο, θηλ. και ία, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Καύκασο («υπερκαυκάσιες χώρες») 2. ως κύριο όν. α) ο Υπερκαυκάσιος, η Υπερκαυκάσια ο κάτοικος χώρας πέρα από τον Καύκασο β) το θηλ. η Υπερκαυκασία περιοχή στο νότιο τμήμα τής πρώην… …   Dictionary of Greek

  • επιμήδιο — (epimedium). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβερίδων. Πρόκειται για φυτά ποώδη και ριζωματοφόρα με φύλλα σύνθετα και άνθη μικρά διαφόρων χρωμάτων, σε απλές ή σύνθετες ταξιανθίες. Τα πέταλά τους είναι σταυρωτά και τα περισσότερα καλύπτονται με… …   Dictionary of Greek

  • Αλανοί — Περσικό νομαδικό έθνος (Οσοί στα γεωργιανά, Γιασοί στα ρωσικά) σαρματικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε τα τελευταία προχριστιανικά χρόνια στις περιοχές ανατολικά της Κασπίας και βόρεια του Καυκάσου. Από τα ορμητήρια αυτά έκαναν επανειλημμένα… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ερεβάν — Πόλη (1.247.200 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, γνωστή μέχρι το 1936 με την ονομασία Εριβάν. Βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της πεδιάδας του Αραράτ και διασχίζεται από τον ποταμό Ραζντάν. H πόλη αποκαλείται από τους… …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος ο Ομολογητής — (Κωνσταντινούπολη 580; – Φρούριο Σχίμαρις, Υπερκαυκασία 662). Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και απέκτησε αξιόλογη μόρφωση. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως γραμματέας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, αλλά εγκατέλειψε το… …   Dictionary of Greek

  • Ναχιτσεβάν — (Naxcivan). Αυτόνομη Δημοκρατία (5.500 τ. χλμ., 364.500 κάτ. το 2001) του Αζερμπαϊτζάν. Ιδρύθηκε στις 9· Φεβρουαρίου 1924. Βρίσκεται στην Υπερκαυκασία και συνορεύει στα ΝΔ με την Τουρκία και το Ιράν. Πρωτεύουσα της δημοκρατίας είναι η ομώνυμη… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”